- απερίστατος
- ἀπερίστατος, -ον (AM) [περιίστημι]1. (γενικά) αυτός γύρω από τον οποίο δεν στέκεται κανένας2. αυτός που δεν έχει ανάγκη να φρουρείται, ασφαλής3. μονήρης, μόνος, έρημοςμσν.ανυπεράσπιστοςαρχ.1. (για τραύμα) χωρίς επιπλοκές2. το ουδ. ως ουσ. φρ. «κατὰ τὸ ἀπερίστατον» — χωρίς κανένα λόγο, καμιά αιτία, αναίτιος.
Dictionary of Greek. 2013.